«Όταν ξύπνησα ένα πρωί και κατέβηκα κάτω για να πιω τον καφέ μου, βρέθηκα μπροστά σε αυτό ακριβώς το θέαμα η 17χρονη κόρη μου και ένας άντρας κοιμόταν στον καναπέ ύστερα από μια βραδιά που απ” ότι φαινόταν ήταν πολύ κουραστική.
Έφτιαξα πρωινό όσο πιο ήσυχα μπορούσα και στη συνέχεια πήγα πάλι πάνω και είπα στη γυναίκα μου και τα μικρότερα παιδιά μας να κάνουν ησυχία γιατί κοιμόταν κόσμος στο σπίτι.
Η τραπεζαρία βρίσκεται δίπλα από το σαλόνι αλλά ακριβώς απέναντι από τον καναπέ, οπότε μόλις καθίσαμε όλοι στις θέσεις μας φώναξα «ΝΕΑΡΕ!«. Ειλικρινά, δεν έχω δει ποτέ μου άνθρωπο να σηκώνεται τόσο γρήγορα! «Το πρωινό είναι έτοιμο!» είπα πολύ απότομα. Τράβηξα την άδεια καρέκλα που βρισκόταν δίπλα μου και είπα «Κάθισε!«. Στο τραπέζι επικρατούσε απόλυτη ησυχία και όλοι κοιτούσαν τα πιάτα τους.
Πρέπει να ήταν η πιο δύσκολη απόσταση που είχε διανύσει ποτέ στη ζωή του αυτός ο γυμvός νεαρός. Φόρεσε τα ρούχα του, κάθισε στο τραπέζι και ο γιος μου τον χτύπησε ελαφρά στον ώμο, τον κοίταξε στα μάτια και έβγαλε έναν επικριτικό αναστεναγμό.
«Φίλε μου θα σου κάνω μία ερώτηση. Η απάντηση που θα μου δώσεις είναι πολύ σημαντική… για “σένα.»
Είχε ήδη αρχίσει να ιδρώνει.
«Σου αρέσουν οι γάτες;»
Ήταν αρκετά συμπαθητικό παιδί. Δεν ήταν πολύ μορφωμένος, αλλά δεν ήταν και χαζός. Υπήρχε κάτι περίεργο πάνω του. Η κόρη μου με διαβεβαίωσε πως ήταν πολύ καλός και τη φρόντιζε. Εκείνη την περίοδο έβγαιναν ήδη ένα μήνα. Από εκείνο το πρωί ερχόταν κάθε μέρα στο σπίτι μας, αλλά ποτέ δεν έμενε τα βράδια.
Την πήγαινε στο σχολείο με το ποδήλατό του, την γύριζε στο σπίτι και σιγουρευόταν ότι διάβαζε τα μαθήματά της. Πιστέψτε με, ο τύπος είχε την υπομονή αγγέλου αν αναλογιστώ τα ξεσπάσματα της κόρης μου.
Απ” ότι μας είπε δεν είχε οικογένεια, δεν είχε πάει σχολείο και δεν είχε σταθερή δουλειά. Αυτή τον λατρεύει. Ποιος είμαι εγώ που θα την αποτρέψω να μάθει από τα λάθη της;
Αυτή η κατάσταση συνεχιζόταν για 8 μήνες περίπου όταν με έπιασε ο γιος μου για να μου μιλήσει. Είχε ρωτήσει τριγύρω γι” αυτόν και απ” ότι αποδείχτηκε ήταν άστεγος. Ο πατέρας του – που τον χτυπούσε – είχε αυτοκτονήσει. Τρεις εβδομάδες μετά το συμβάν, η μητέρα του τον εγκατέλειψε και εξαφανίστηκε. Έμεναν σε ένα ενοικιαζόμενο τροχόσπιτο, αλλά από τότε (ήταν 15 χρονών όταν έγιναν όλα αυτά) μένει στους δρόμους – εδώ και 3 χρόνια – και εργάζεται σε οικοδομές όποτε βρίσκει μεροκάματο.
Όταν μερικές φορές δεν έρχεται στο σπίτι μας γιατί δουλεύει, μας λείπει… Δεν είναι φιλαράκια, αλλά ο γιος μου τα πάει καλά μαζί του. Η μικρότερη κόρη μου τον εμπιστεύεται και έχουν ξυπνήσει ξανά τα μητρικά ένστικτα της γυναίκας μου. Όσο για “μένα, ανησυχώ γι” αυτόν. Θέλω να είναι καλά και ευτυχισμένος.
Είπα στην οικογένειά μου τι είχα μάθει γι” αυτόν και έβαλαν τα κλάματα. Είχα απογοητευτεί και με τη μεγάλη μου κόρη. Ήξερε. Έπρεπε να μας το έχει πει. Τον αγαπάει και τον αφήνει να φεύγει κάθε βράδυ για να πάει… ΠΟΥ;
Την επόμενη μέρα του έδωσα το κλειδί του σπιτιού μας και του είπα πως θα τον περιμένω να γυρίσει εδώ κάθε βράδυ. Μέσα στις επόμενες εβδομάδες τακτοποιήσαμε και τον ξενώνα και πήγαμε να του αγοράσουμε έπιπλα. Ήταν πολύ καλός στις κατασκευές και φροντίσαμε να πάρει την κατάλληλη εκπαίδευση γι” αυτό.
Όλα αυτά έγιναν το 2000. Πλέον, 15 χρόνια αργότερα, η κόρη μου και ο άντρας της μας έχουν χαρίσει 3 υπέροχα εγγόνια και η δουλειά τους πάει πολύ καλά.»